ηλιοτρόπιο

From LSJ
Revision as of 17:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey

Source

Greek Monolingual

και ηλιοτρόπι και λιοτρόπι, το (AM ἡλιοτρόπιον)
1. το φυτό του οποίου το άνθος και τα φύλλα στρέφονται προς τον ήλιο
2. αιματόλιθος, σκουροπράσινη ποικιλία του χαλκηδονίου
3. χρωστική ουσία που λαμβάνεται από λειχήνες
4. εκκλ. το θερινό ηλιοστάσιο
νεοελλ.
(γεωδ.) όργανο που ανακλά τις ηλιακές ακτίνες και τίς κατευθύνει προς ορισμένο στόχο
αρχ.
το ηλιακό ρολόγι («ἦν δ' ὑπό τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ πεντάπυλα... ἡλιοτρόπιον καταφανὲς καὶ ὑψηλόν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -τροπιον (< τρόπος), πρβλ. εκτρόπιον, σεληνοτρόπιον. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. αποτελεί αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. heliotrope < helio- (πρβλ. ηλιο-) + -trope (πρβλ. -τροπιον < τρόπος)].