ημίχρονο

From LSJ
Revision as of 17:49, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source

Greek Monolingual

το
(αθλ.) καθένα από τα δύο ισόχρονα τμήματα ενός αθλητικού αγώνα ομαδικού αθλήματος (όπως του ποδοσφαίρου, της καλαθόσφαιρας κ.ά.), μεταξύ τών οποίων παρεμβάλλεται ολιγόχρονο διάλειμμα που διαιρεί τον αγώνα σε α' και β' ημίχρονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -χρονος (< χρόνος)
πρβλ. άχρονος, ισόχρονος].