ηλιόμορφος
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
Greek Monolingual
και λιόμορφος, -η, -ο (AM ἡλιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει το σχήμα του ήλιου
νεοελλ.-μσν.
ωραίος σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιόμορφος, πολύμορφος].