θερμολουτρώ
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
Greek Monolingual
θερμολουτρῶ, -έω (Α)
θερμολουτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -λουτρώ < λουτρόν (πρβλ. ξηρολουτρώ, φιλολουτρώ)].