θύραυλος

Revision as of 18:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

English (LSJ)

(proparox.), ον, A living out of doors, of shepherds, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1227] außer dem Hause, im Freien die Zeit zubringend, bleibend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θύραυλος: -ον, (αὐλὴ) αὐλιζόμενος ἐν ὑπαίθρῳ, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit en plein air (berger).
Étymologie: θύρα, αὐλή.

Greek Monolingual

θύραυλος, -ον (Α)
αυτός που αυλίζεται στο ύπαιθρο, που διαμένει στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -αυλος (< αυλή), πρβλ. μέσαυλος, όμαυλος].

Greek Monotonic

θύραυλος: -ον (αὐλή), αυτός που διαμένει στο ύπαιθρο, σε Ησύχ.

Middle Liddell

θύρ-αυλος, ον αὐλή
living out of doors, Hesych.