ισχνογάστωρ
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
ἰσχνογάστωρ, ό, ἡ (Α)
(για άλογο) αυτός που έχει ισχνή τη γαστέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυγάστωρ, μεγαλογάστωρ].