ευρυγάστωρ
From LSJ
Greek Monolingual
ο (ΑΜ εὐρυγάστωρ, -ορος, ὁ, ἡ)
νεοελλ.
σκουρόχρωμο έντομο που προσβάλλει τους τρυφερούς σπόρους τών δημητριακών
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, ο κοιλαράς
(για τη θάλασσα) η απέραντη, αυτή που μπορεί να καλύψει πολλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -γαστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ομογάστωρ, πλατυγάστωρ].