ιππίσκος
From LSJ
χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστί → without health life is no-life, without health life is unlivable
χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστί → without health life is no-life, without health life is unlivable
ἱππίσκος ὁ (Α)
(υποκορ. του ίππος)
1. μικρό άγαλμα ίππου
2. στολίδι του κεφαλιού
3. ως κύριο όν. Ἱππίσκος
τίτλος κωμωδίας του Αλέξιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μηνίσκος, πυργίσκος)].