καμπεσίγυιος

From LSJ
Revision as of 18:14, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπεσίγυιος Medium diacritics: καμπεσίγυιος Low diacritics: καμπεσίγυιος Capitals: ΚΑΜΠΕΣΙΓΥΙΟΣ
Transliteration A: kampesígyios Transliteration B: kampesiguios Transliteration C: kampesigyios Beta Code: kampesi/guios

English (LSJ)

ον, A bending the limbs, παίγνια κ. puppets, Orph.Fr.34.

German (Pape)

[Seite 1318] die Glieder beugend, παίγνια, Gliederpuppen, Orph. bei Clem. Al. p. 15, vgl. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καμπεσίγυιος: -ον, κάμπτων τὰ μέλη, παίγνια κ., τὰ νευρόσπαστα, Ὀρφ. Ἀποστ. 17, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.

Greek Monolingual

καμπεσίγυιος, -ον (Α)
(για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα μέλη του σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» — παιχνίδια που λυγίζουν τα μέλη του σώματος, τα νευρόσπαστα, Ορφ. απόσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί- (< κάμπτω) + -γυιος (< γυῖα «μέλη του σώματος»), πρβλ. αγλαόγυιος, ιμερόγυιος. Σύνθ. του τ. τερψί-μβροτος].