καρυηδόν

From LSJ
Revision as of 18:16, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρῠηδόν Medium diacritics: καρυηδόν Low diacritics: καρυηδόν Capitals: ΚΑΡΥΗΔΟΝ
Transliteration A: karyēdón Transliteration B: karyēdon Transliteration C: karyidon Beta Code: karuhdo/n

English (LSJ)

A like a κάρυον: κ. κάταγμα fracture like a broken nut, i. e. comminuted fracture, Sor.Fract.10, Gal.14.792, Paul.Aeg.6.89.

German (Pape)

[Seite 1331] nußartig, von einem Knochenbruch, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρυηδόν: ὁμοίως πρὸς κάρυον· - καρ. κάταγμα, ἐπιφέρον θραῦσιν εἰς πολλὰ τεμάχια οἷα τὰ τοῦ τεθραυσμένου καρύου, Γαλην. 2. 397· πρβλ. ἀλφιτηδόν.

Greek Monolingual

καρυηδόν (AM)
επίρρ.
1. σαν καρύδι
2. φρ. «καρυηδὸν κάταγμα» — συντριπτικό κάταγμα οστού με θρυμματισμό σε ορισμένο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -ηδόν (πρβλ. κλιμακηδόν, τετραποδηδόν)].