τετραποδηδόν
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
Adv. on all fours, ἑστάναι Ar.Pax896.
German (Pape)
[Seite 1098] adv., auf vier Füßen, vierfüßig, Ar. Pax 861, τετρ. ἑστάναι.
French (Bailly abrégé)
adv.
à quatre pattes.
Étymologie: τετράπους, -δον.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰποδηδόν: adv. на четвереньках (ἑστάναι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰποδηδόν: Ἐπίρρ., δίκην τετραπόδου, τετραποδηδὸν ἑστάναι, ὡς ἵστανται τὰ τετράποδα, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 896.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σαν τετράποδο, με τα τέσσερα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, -οδος + επιρρμ. κατάλ. -(η)δόν (πρβλ. βαθμηδόν)].
Greek Monotonic
τετρᾰποδηδόν: επίρρ. (πούς), με τέσσερα πόδια, σε Αριστοφ.