τετραποδηδόν

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰποδηδόν Medium diacritics: τετραποδηδόν Low diacritics: τετραποδηδόν Capitals: ΤΕΤΡΑΠΟΔΗΔΟΝ
Transliteration A: tetrapodēdón Transliteration B: tetrapodēdon Transliteration C: tetrapodidon Beta Code: tetrapodhdo/n

English (LSJ)

Adv. on all fours, ἑστάναι Ar.Pax896.

German (Pape)

[Seite 1098] adv., auf vier Füßen, vierfüßig, Ar. Pax 861, τετρ. ἑστάναι.

French (Bailly abrégé)

adv.
à quatre pattes.
Étymologie: τετράπους, -δον.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰποδηδόν: adv. на четвереньках (ἑστάναι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰποδηδόν: Ἐπίρρ., δίκην τετραπόδου, τετραποδηδὸν ἑστάναι, ὡς ἵστανται τὰ τετράποδα, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 896.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. σαν τετράποδο, με τα τέσσερα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, -οδος + επιρρμ. κατάλ. -(η)δόν (πρβλ. βαθμηδόν)].

Greek Monotonic

τετρᾰποδηδόν: επίρρ. (πούς), με τέσσερα πόδια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πούς
on four feet, Ar.