κακόπλαστος
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
ον, A illconceived, Hermog.Stat.1.1. Adv. -τως Tz.ad Lyc.805.
German (Pape)
[Seite 1302] schlecht gebildet, ersonnen, Rhett.
Greek Monolingual
κακόπλαστος, -ον (AM)
κακοφτειαγμένος, άσχημος, δύσμορφος
αρχ.
αυτός που επινοήθηκε κακώς.
επίρρ...
κακοπλάστως (Μ)
με κακόπλαστο τρόπο, με άσχημη μορφή, δύσμορφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πλαστoς (< πλάσσω), πρβλ. ισόπλαστος, πρωτόπλαστος].