κατσίκα

From LSJ
Revision as of 18:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

η
1. κοινή ονομασία του ζώου αίγα, γίδα
2. υβριστική προσωνυμία γυναίκας («άφησε την κατσίκα να φωνάζει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. του κατσίκι (πρβλ. κεφάλα, μαχαίρα). Στη συνέχεια η μεγεθ. σημασία έπαψε να γίνεται αισθητή].