τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Full diacritics: κῐναρεών | Medium diacritics: κιναρεών | Low diacritics: κιναρεών | Capitals: ΚΙΝΑΡΕΩΝ |
Transliteration A: kinareṓn | Transliteration B: kinareōn | Transliteration C: kinareon | Beta Code: kinarew/n |
ῶνος, ὁ, A artichoke-bed, PFlor.50.72 (iii A.D.).
κιναρεών, -ῶνος, ὁ (Α)
τόπος φυτεμένος με αγκινάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινάρα + επίθημα -εών (πρβλ. ανθεών, δαφνεών)].