κυματόπλαστος
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που πλάστηκε από κύματα, ο δημιουργημένος από τα κύματα («και αρματωμένος τρέχω σε κυματόπλαστο άλογο», Παλαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. πηλόπλαστος, πρωτόπλαστος].