μεθυπλανής
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
German (Pape)
[Seite 114] ές, vom Wein taumelnd, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
μεθυπλᾰνής: -ές, ὁ ὑπὸ τοῦ οἴνου παραφερόμενος, παραπατῶν, «μεθυσμένος», Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1006Α.
Greek Monolingual
μεθυπλανής, -ές (Α)
αυτός που παραπατά από το μεθύσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. μέθυ «κρασί» + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. βιοπλανής, οδοιπλανής].