μεθυπλανής
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
German (Pape)
[Seite 114] ές, vom Wein taumelnd, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
μεθυπλᾰνής: -ές, ὁ ὑπὸ τοῦ οἴνου παραφερόμενος, παραπατῶν, «μεθυσμένος», Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1006Α.
Greek Monolingual
μεθυπλανής, -ές (Α)
αυτός που παραπατά από το μεθύσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. μέθυ «κρασί» + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. βιοπλανής, οδοιπλανής].