μεθυπλανής

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264

German (Pape)

[Seite 114] ές, vom Wein taumelnd, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

μεθυπλᾰνής: -ές, ὁ ὑπὸ τοῦ οἴνου παραφερόμενος, παραπατῶν, «μεθυσμένος», Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1006Α.

Greek Monolingual

μεθυπλανής, -ές (Α)
αυτός που παραπατά από το μεθύσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. μέθυ «κρασί» + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. βιοπλανής, οδοιπλανής].