οδοιπλανής

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

ὁδοιπλανής, -ές (Μ)
(ποιητ. τ.) αυτός που περιπλανάται εδώ και εκεί, ο περιφερόμενος στους δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική του ουσ. ὁδός + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. νυκτι-πλανής. Η χρησιμοποίηση της τοπικής πτώσης αντί της ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].