μενέδουπος

From LSJ
Revision as of 19:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενέδουπος Medium diacritics: μενέδουπος Low diacritics: μενέδουπος Capitals: ΜΕΝΕΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: menédoupos Transliteration B: menedoupos Transliteration C: menedoupos Beta Code: mene/doupos

English (LSJ)

ον, A steadfast in the battle-din, Orph.A.539.

German (Pape)

[Seite 132] den Schlachtlärm bestehend, darin aushaltend, Ἀθήνη, Orph. Arg. 539.

Greek (Liddell-Scott)

μενέδουπος: -ον, καρτερικός, ὑπομένων ἀταράχως τὸν θόρυβον τῆς μάχης, Ὀρφ. Ἀργ. 537.

Greek Monolingual

μενέδουπος, -ον (Α)
αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο της μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δοῡπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασίδουπος, ασπιδόδουπος)].