ἡνιορράφος
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
Full diacritics: ἡνιορράφος | Medium diacritics: ἡνιορράφος | Low diacritics: ηνιορράφος | Capitals: ΗΝΙΟΡΡΑΦΟΣ |
Transliteration A: hēniorráphos | Transliteration B: hēniorraphos | Transliteration C: iniorrafos | Beta Code: h(niorra/fos |
[ᾰ], ὁ, A saddler, Gloss.
ἡνιορράφος, ὁ (Α)
αυτός που ράβει ηνία, χαλινούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + -ρραφος (< ραφή), πρβλ. ιστιορράφος, μηχανορράφος].