θεσμολογώ
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
θεσμολογῶ, -έω (Μ)
απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -λογώ (< λόγος), πρβλ. ασματολογώ, δευτερολογώ, πιθανό- λογώ].