τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
ἰξοποιῶ, -έω (Α)
κάνω κάτι ιξώδες, κολλώδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. ικανοποιώ, μορφοποιώ].