ισοδαίτης
From LSJ
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
ἰσοδαίτης, ὁ (Α)
1. (επίθ. του Διονύσου και του Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με ισότητα προς όλους
2. ονομασία ενός δαίμονα
3. αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το κρέας στο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ. αγριοδαίτης, ξενοδαίτης].