καθαροπώλης
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
Greek Monolingual
καθαροπώλης, ὁ (Α)
αρτοποιός που πουλάει καθαρό, λευκό άρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ετοιμοπώλης, παντοπώλης.