κλειδοφόρος

From LSJ
Revision as of 07:40, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλειδοφόρος Medium diacritics: κλειδοφόρος Low diacritics: κλειδοφόρος Capitals: ΚΛΕΙΔΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kleidophóros Transliteration B: kleidophoros Transliteration C: kleidoforos Beta Code: kleidofo/ros

English (LSJ)

v. sub κλειδοφορέω.

Greek (Liddell-Scott)

κλειδοφόρος: -ον, ὁ φέρων κλειδία, Ἰων. κληϊδ- ἐν Συνεσ. 733Β.

Greek Monolingual

κλειδοφόρος, ιων. τ. κληϊδοφόρος, ὁ, ἡ (Α)
ιερέας ή ιέρεια που φέρει, που κρατά τα κλειδιά, κλειδούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικηφόρος, στεφανηφόρος.