κνωδακοφόρος
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
Greek Monolingual
-ο
1. αυτός που φέρει κνώδακες, έκκεντρα
2. φρ. «κνωδακοφόρος άξονας» — στρεφόμενη άτρακτος μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος άξονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, -ακος + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. εκκεντροφόρος, εμβολοφόρος.