ιεροφάντωρ
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
Greek Monolingual
ἱεροφάντωρ, ὁ (Α)
(ο Ησύχ. για τον Ιουλιανό) ἱεροφάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -φάντωρ (< φάντωρ < φαίνω), πρβλ. θεοφάντωρ, ουρανοφάντωρ].