κολλογόνος
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
-ο
κολλαγόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυγόνος, ζωογόνος.
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
-ο
κολλαγόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυγόνος, ζωογόνος.