κοπροθήκη
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
ἡ, = κοπροθέσιον (place where dung is put), Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
κοπροθήκη: ἡ, = προηγ., Γλωσσ.
Greek Monolingual
κοπροθήκη, ἡ (Α)
κοπροθέσιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -θήκη (< θήκη), πρβλ. πιατοθήκη, τσιγαροθήκη.