λυχνοστάτης
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
Greek Monolingual
ο
στήριγμα λύχνου ή λυχνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα-, πρβλ. ἔ-στα-μεν, στά-σις, του ἵστημι), πρβλ. θερμοστάτης, παραστάτης].