ἱμαντοτόμος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1252] ὁ, Riemenschneider, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντοτόμος: ὁ, ὁ τέμνων ἱμάντας, λωρία, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἱμαντοτόμος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που κατασκευάζει ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμοτόμος, υλοτόμος.