κορυφολόγος
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Greek Monolingual
ο
1. κορφολόγος
2. (τροφ. τεχνολ.) μηχανή για τον αποχωρισμό του ανθογάλακτος από το γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + -λόγος < λέγω, εντομολόγος. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ecremeuse].