ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
ξιφοδότης, ὁ (Μ)αυτός που δίνει ξίφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. ζωοδότης.