νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
-ον, Α(για τόπο) αυτός που παράγει ρόδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. καρποφόρος.