ροδοφόρος

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπο) αυτός που παράγει ρόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. καρποφόρος.