ἐνδέκομαι
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
Ion. for ἐνδέχομαι.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδέκομαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ ἐνδέχομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἐνδέχομαι.
Spanish (DGE)
v. ἐνδέχομαι.
Greek Monolingual
βλ. ενδέχομαι.
Greek Monotonic
ἐνδέκομαι: Ιων. αντί ἐνδέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδέκομαι: ион. = ἐνδέχομαι.