λογχοφόρος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογχοφόρος Medium diacritics: λογχοφόρος Low diacritics: λογχοφόρος Capitals: ΛΟΓΧΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: lonchophóros Transliteration B: lonchophoros Transliteration C: logchoforos Beta Code: logxofo/ros

English (LSJ)

ον, A spear-bearing, Id.Hec.1089: as substantive λ., ὁ, spearman, pikeman, Ar.Pax1294, X.Cyr.2.1.5, Plb.3.84.14, POxy.1241 ii 16 (ii A. D.); χιλίαρχοι λ. Sammelb.6154.6 (i B. C.), Bull.Soc.Alex.7.64.

Greek (Liddell-Scott)

λογχοφόρος: -ον, ὁ φέρων λόγχην, Εὐρ. Ἑκ. 1089· ὡς οὐσιαστ. λογχοφόρος, ὁ, ἄπερρε καὶ τοῖς λογχοφόροισιν ᾆδ· ἰὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1294, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 5, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
porteur de lance ; ὁ λογχοφόρος lancier.
Étymologie: λόγχη, φέρω.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM λογχοφόρος, -ον)
1. οπλισμένος με λόγχη («λογχοφόρον ἔνοπλον... γένος», Ευρ.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι λογχοφόροι
ειδικό σώμα έφιππων στρατιωτών, οπλισμένων με λόγχη («λογχοφόρους δὲ σὺν πελτασταῑς», Ξεν.)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) είδος χορού, αλλ. λανσιέδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + -φόρος].

Greek Monotonic

λογχοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει, κουβαλάει λόγχη, σε Ευρ.· ως ουσ., ακοντιστής, σε Αριστοφ., Ξεν., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

λογχοφόρος: II ὁ копьеносец, копейщик Xen., Plut.
копьеносный, вооруженный копьями (Θρῄκης γένος Eur.).

Middle Liddell

λογχο-φόρος, ον φέρω
spear-bearing, Eur.: as substantive a spear-man, pike-man, Ar., Xen., etc.