ἀφεκτέον

From LSJ
Revision as of 13:25, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφεκτέον Medium diacritics: ἀφεκτέον Low diacritics: αφεκτέον Capitals: ΑΦΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: aphektéon Transliteration B: aphekteon Transliteration C: afekteon Beta Code: a)fekte/on

English (LSJ)

(ἀπέχομαι) A one must abstain from, τινός X.Mem.1.2.34; τροφῆς Porph.Abst.1.38, etc.; one must leave alone, τινός Gal. 17(2).359: so in plural ἀφεκτ-τέα, Ar.Lys.124; cf. ἀποσχετέον.

German (Pape)

[Seite 408] man muß sich enthalten, τινός Ar. Lys. 122; Xen. Mem. 1, 2, 84 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀπέχομαι, πρέπει τις νὰ ἀπέχηταί τινος, δῆλον ὅτι ἀφεκτέον εἴη τοῦ ὀρθῶς λέγειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 34, κτλ.· οὕτω κατὰ πληθ. -τέα Ἀριστοφ. Λυσ. 124. Πρβλ. ἀποσχετέον.

Spanish (DGE)

hay que abstenerse c. gen. de cosas y abstr. φιλημάτων X.Smp.4.26, τοῦ ὀρθῶς λέγειν X.Mem.1.2.34, cf. 2.6.1, 2, τῶν ἡδονῶν D.Chr.3.59, τῆς μουσικῆς Aristid.Quint.2.28, τροφῆς Porph.Abst.1.38
medic. hay que evitar τοῦ φλέγματος Gal.17(2).359
tb. en plu. ἀφεκτέα ... ἐστὶν ἡμῖν τοῦ πέους debemos abstenernos del pene Ar.Lys.124.

Greek Monotonic

ἀφεκτέον: ρημ. επίθ. του ἀπέχομαι, πρέπει να απέχει κάποιος από κάτι, τινός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀφεκτέον: adj. verb. к ἀπέχω.