Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
Full diacritics: στιλβάς | Medium diacritics: στιλβάς | Low diacritics: στιλβάς | Capitals: ΣΤΙΛΒΑΣ |
Transliteration A: stilbás | Transliteration B: stilbas | Transliteration C: stilvas | Beta Code: stilba/s |
(sc. γῆ), άδος, ἡ, A shining earth, perhaps antimony or mica, Zos.Alch.p.226 B., PHolm.1.41, 2.9.
-άδος, ἡ, Α
(ενν. γῆ) στίλβουσα γαία, στιλπνό, λαμπερό χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. στιβ-άς)].