folly
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. μωρία, ἡ, ἄνοια, ἡ, ἀμαθία, ἡ, ἀφροσύνη, ἡ, ἀβουλία, ἡ, ἀσυνεσία, ἡ (Euripides, Fragment), P. ἠλιθιότης, ἡ, ἀβελτερία, ἡ, εὐήθεια, ἡ, V. εὐηθία, ἡ, Ar. and V. δυσβουλία, ἡ. join with the foolish in folly: V. συνασοφεῖν τοῖς μὴ σοφοῖς (Euripides, Phoenissae 394).