πλάστρον
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
English (LSJ)
τό, A earring, ear-ring, IG22.1527.17 (Brauronion, iv B. C.) : more freq. in plural, Ar.Fr.320.10, IG12.313.63,al., 22.1544.11, 12(8).51.17 (Imbros, ii B. C.), Poll.5.97. II pl., images of gods, Hsch.
Greek Monolingual
τὸ, Α
συν. στον πληθ. τὰ πλάστρα
(κατά τον Ησύχ.) α) ενώτια, σκουλαρίκια
β) αγάλματα, είδωλα θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω + επίθημα -τρον (πρβλ. κρέμασ-τρον, πίεσ-τρον)].