Βρετανικός
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
or Βρεττᾰνικός, ή, όν, British, A νῆσοι Arist.Mu.393b12. II βρεττανική, ἡ, scurvy-grass, Cochlearia anglica, Dsc.4.2, Damocr. ap. Gal.14.197 (herba Britannica, Plin.HN25.20,99). 2 = ἅλιμος, Ps.-Dsc.1.91.