μαλθακία

From LSJ
Revision as of 18:18, 7 January 2022 by Spiros (talk | contribs)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθᾰκία Medium diacritics: μαλθακία Low diacritics: μαλθακία Capitals: ΜΑΛΘΑΚΙΑ
Transliteration A: malthakía Transliteration B: malthakia Transliteration C: malthakia Beta Code: malqaki/a

English (LSJ)

ἡ, = μαλακία, Pl.R.590b.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθᾰκία: ἡ, = μαλακία, Πλάτ. Πολ. 590Β.

Greek Monolingual

μαλθακία, ἡ (Α) μαλθακός
μαλθακότητα, τρυφηλότητα.

Greek Monotonic

μαλθᾰκία: ἡ, = μαλακία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μαλθᾰκία, ἡ, = μαλακία, Plat.]