A plunder, LXX Ju.15.11; λᾰφῡρ-έω, Aq.Is.59.15.
[Seite 19] Beute machen, erbeuten, LXX., v.l. λαφυρέω.
λᾰφυρεύω: λαφυραγωγῶ, λεηλατῶ, Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ΙΕ΄, 11).
λαφυρεύω (Α) λάφυρονλεηλατώ, διαγουμίζω, αρπάζω λάφυρα («καὶ ἐλαφύρευσεν πᾱς ὁ λαός... ἐφ' ἡμέρας τριάκοντα», ΠΔ).