στρογγυλίζω

Revision as of 12:00, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

A round off, τὰ νοήματα D.H.Lys.13:—Pass., Id.Comp.14.

German (Pape)

[Seite 955] = dem Vorigen, D. Hal. de C. V. 14, v.l. vom Folgdn.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλίζω: στρογγύλλω· τὰ νοήματα Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 13.

Greek Monolingual

Α στρογγύλος
1. καθιστώ κάτι στρογγυλό, στρογγυλεύω
2. μτφ. (για λεκτικό ύφος) προσδίδω κομψότητα, Χάρη.