στρογγυλίζω

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρογγῠλίζω Medium diacritics: στρογγυλίζω Low diacritics: στρογγυλίζω Capitals: ΣΤΡΟΓΓΥΛΙΖΩ
Transliteration A: strongylízō Transliteration B: strongylizō Transliteration C: stroggylizo Beta Code: strogguli/zw

English (LSJ)

round off, τὰ νοήματα D.H.Lys.13:—Pass., Id.Comp.14.

German (Pape)

[Seite 955] = dem Vorigen, D. Hal. de C. V. 14, v.l. vom Folgdn.

Greek (Liddell-Scott)

στρογγῠλίζω: στρογγύλλω· τὰ νοήματα Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 13.

Greek Monolingual

Α στρογγύλος
1. καθιστώ κάτι στρογγυλό, στρογγυλεύω
2. μτφ. (για λεκτικό ύφος) προσδίδω κομψότητα, Χάρη.