σμύξων
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
English (LSJ)
ὁ,= μύξων, Arist.HA543b15 (A v.l. μύξ-). σμυός, v. σμοιός.
German (Pape)
[Seite 911] ὁ, s. μύξων, μύξινος.
Greek (Liddell-Scott)
σμύξων: ὁ, = μύξων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 11, 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σμῦξαι· φλέξαι. ἐμπρῆσαι. μαρᾶναι».
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο μύξων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μύξων].