φλεβονώδης
From LSJ
English (LSJ)
A f.l. for φλεδονώδης (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
φλεβονώδης: πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ φλεβοδονώδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α
(εσφ. γρφ.) φλεδονώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί φλεδονώδης.
Full diacritics: φλεβονώδης | Medium diacritics: φλεβονώδης | Low diacritics: φλεβονώδης | Capitals: ΦΛΕΒΟΝΩΔΗΣ |
Transliteration A: phlebonṓdēs | Transliteration B: phlebonōdēs | Transliteration C: flevonodis | Beta Code: flebonw/dhs |
A f.l. for φλεδονώδης (q.v.).
φλεβονώδης: πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ φλεβοδονώδης.
-ῶδες, Α
(εσφ. γρφ.) φλεδονώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί φλεδονώδης.