ἀτημελέω
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
A take no heed of, neglect, pf. part. Pass. ἀτημελημένος f.l. in Procop. Vand.1.21 (for ἀπ-), cf. Sch.A.R.1.609.
German (Pape)
[Seite 386] sorglos sein, vernachlässigen, Schol. Ap. Rh. 1, 609.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτημελέω: κατολιγωρῶ, ἀμελῶ, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 609· ἠτημελημένος Προκόπ. Βάνδ. σ. 226Β.
Spanish (DGE)
descuidar Procop.Vand.1.21.11.