ἀτίνακτος
From LSJ
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
English (LSJ)
[ῐ], ον, A unshaken, immovable, Opp.H.2.8, Nonn.D.10.166, al.
German (Pape)
[Seite 387] unerschütterlich, ἀναγκαίη Opp. Hal. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτίνακτος: [ῐ], -ον, ὁ μὴ τινασσόμενος, ὁ μὴ σειόμενος, ἄσειστος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 8, κτλ., καὶ συχν. παρὰ Νόνν.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
inamovible, ἀναγκαίη Opp.H.2.8, λείψανον Epigr.Adesp.SHell.977.5, cf. Nonn.D.17.2, 43.44, 48.435.